- κολυτέα
- κολυτέα, ἡ (Α)βλ. κολουτέα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολυτέα — κολυτέᾱ , κολυτέα bladdersenna fem nom/voc/acc dual κολυτέᾱ , κολυτέα bladdersenna fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολουτέα — (Colutea). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου 26 είδη φυλλοβόλων θάμνων ή μικρών δέντρων, ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας. Το πιο συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα είναι η κ. η δενδρώδης, γνωστή και με τις… … Dictionary of Greek